- ἔφορμος
- ἔφορμος 1at anchormasc/fem nom sgἔφορμος 2masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφορμος — (I) ἐφορμος, ὁ (Α) εφόρμηση, επίθεση, επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού εφ ορμώ Ι]. (II) ἐφορμος, ον (Α) αγκυροβολημένος σε όρμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅρμος ΙΙ] … Dictionary of Greek
ἔφορμον — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem acc sg ἔφορμος 1 at anchor neut nom/voc/acc sg ἔφορμος 2 masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόρμους — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem acc pl ἔφορμος 2 masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόρμῳ — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem/neut dat sg ἔφορμος 2 masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφορμοι — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem nom/voc pl ἔφορμος 2 masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφορμίζω — (Α ἐφορμίζω) [έφορμος II] 1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω 2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω αρχ. 1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι 2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι … Dictionary of Greek
εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… … Dictionary of Greek